παραινετικως

παραινετικως
    παραινετικῶς
    παρ-αινετικῶς
    в целях убеждения, увещевательно
    

(λέγειν τι Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παραινετικως" в других словарях:

  • παραινετικῶς — παραινετικός hortatory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραινετικός — ή, ό / παραινετικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραινέτης] 1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός 2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός. επίρρ... παραινετικώς και ά / παραινετικῶς, ΝΑ με παραινετικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»